Ο Μαρξ πέραν του Ρουσσώ
Εισήγηση στο Συνέδριο για τα 100 τεύχη του περιοδικού Θέσεις με τίτλο: Ο Μαρξ σήμερα, 150 χρόνια μετά τα Grundrisse, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 21-23 Σεπτεμβρίου 2007. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Θέσεις.
1. Правота – опиум народа! Το Δίκαιο είναι το όπιο του λαού!1
Μια πρόταση που ηχεί σήμερα σαν ακατανόητη παραδοξότητα, μωρία τοις
Έλλησι και σκάνδαλον τοις Ιουδαίοις, μωρία και σκάνδαλο για τους αντεπαναστάτες, τους φιλελεύθερους αλλά και τους αριστερούς δημοκράτες. Όταν πρωτακούστηκε, όμως, από το στόμα του σοβιετικού Reissner, τα θυελλώδη χρόνια αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν τέλεια εναρμονισμένη με το απελευθερωτικό κάλεσμα της πρώτης νικηφόρας «εφόδου στον ουρανό». Προανάγγελλε, μέσα στην προοπτική της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης, τον μαρασμό του νόμου, του δικαίου και του κράτους, μαζί με εκείνη των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων, στη μετάβαση στη πανανθρώπινη αταξική κοινωνία του κομμουνισμού. Η θέση του Ράϊσνερ ομοφωνούσε με την περίφημη εκείνη κριτική του Νόμου και της νομικής σκέψης που θα επεξεργαστεί ο Yevgenyi Pashukanis στη νεαρή σοβιετική Ρωσία, πριν μπει στον κατάλογο των «προδοτών» κι εξοντωθεί από τον διάδοχό του στη θέση του επικεφαλής των σοβιετικών νομικών Vishinsky, παλιού μενσεβίκου, Μεγάλου Ιεροεξεταστή του σταλινισμού και εισαγγελέα στις διαβόητες Δίκες της Μόσχας.
Το Δίκαιο είναι το όπιο του λαού. Παραφράζοντας τον Μαρξ του 1844, κι ακολουθώντας τον στο δρόμο που ανοίγει στο Κεφάλαιο το 1867, για να λύσει το αίνιγμα της εμπορευματικής μορφής ως «κοινωνικού ιερογλυφικού», ο Ράϊσνερ αναζητά κι αυτός, για να διερευνήσει το αίνιγμα του νόμου, μιαν αναλογία «στις ομιχλώδες περιοχές του θρησκευτικού κόσμου»2, στο σύμπαν των φετίχ, εκεί που αλληλοσυνδέονται εμπόρευμα και νόμος.
Κάθε αναλογία έχει και τα όριά της. Αν ο νόμος έχει φετιχιστική λειτουργία και ασκεί ναρκωτική επίδραση ανάλογη με την θρησκεία, αυτό δεν σημαίνει ότι ο νόμος και το Δίκαιο έχουν και τα άλλα γνωρίσματα που βρίσκει η μαρξική ρήση για τη θρησκεία πριν καταλήξει ότι είναι το «όπιο του λαού». Σίγουρα ο νόμος δεν είναι «η καρδιά σε ένα κόσμο χωρίς καρδιά» κι ούτε το Δίκαιο είναι «το πνεύμα σε μιαν εποχή χωρίς πνεύμα»3. Αντίθετα, ο Νόμος περιχαρακώνει και περιφρουρεί το κενό που έχει στη θέση της καρδιάς ο κόσμος της εκμετάλλευσης ενώ το Δίκαιο αιωρείται σαν το εκδικητικό πνεύμα που καθιερώνει το διαρκές κοινωνικό έγκλημα της απομύζησης της υπερεργασίας των άμεσων παραγωγών. Με την επικράτηση του καπιταλισμού γίνεται το μη πνεύμα σε μιαν εποχή όπου «κάθε άγιο βεβηλώνεται»4, καθαγιάζοντας τη βεβήλωση όλων των ανθρώπινων σχέσεων στο βωμό της συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Τηρουμένων, πάντως, των αναλογιών, το Δίκαιο είναι το όπιο του λαού. Αν τέτοιες αντιλήψεις για το νόμο και το Δίκαιο φαίνονται βέβηλες σήμερα είναι πρώτα-πρώτα γιατί ενταφιάστηκαν στα ερείπια της Σοβιετικής Ένωσης και του υπαρκτού σταλινισμού. Εκεί, όμως, είχαν ταφή ζωντανές ήδη δεκαετίες πριν, μαζί με τον Πασουκάνις και την ορμή της πρώτης επαναστατικής περιόδου.
Μετά το 1991, οι αναφορές σε Δίκαιο και Νόμο που σβήνουν μαζί με το Κράτος ακούγονται σαν αναχρονιστικές παραφωνίες ενώ φαίνεται να επανέρχεται στον χαοτικό μεταψυχροπολεμικό κόσμο ένα «Φυσικό Δίκαιο χωρίς Φύση», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Ernst Bloch.5 Σ’ αυτό καταφεύγουν αναζητώντας νομιμοποίηση οι πιο διαφορετικές, αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες δυνάμεις, η κάθε μια με τον δικό της τρόπο. Πέρα από την (εν πολλοίς φαιδρή) αντιπαράθεση μιας «χομπσιανής» Αμερικής και μας «καντιανής» Ευρώπης6, ιδεολογία όλων των ιμπεριαλιστικών πολέμων που σε μια αδιάκοπη σειρά διαδέχτηκαν τον Ψυχρό Πόλεμο, από την Γιουγκοσλαβία ως το Αφγανιστάν και το Ιράκ, αποτελεί η τελετουργική επίκληση των «οικουμενικών δικαιωμάτων του ανθρώπου». Γίνεται βάναυση χρήση ενός «Φυσικού Δικαίου» στο οποίο έχει καταστεί κενή αφαίρεση, μαζί με την όποια οντολογική θεμελίωση στη Φύση, το ίδιο το ιστορικό περιεχόμενο του φυσικού δικαίου σε όλες τις εκδοχές του συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του Hobbes.
Μια πρόταση που ηχεί σήμερα σαν ακατανόητη παραδοξότητα, μωρία τοις
Έλλησι και σκάνδαλον τοις Ιουδαίοις, μωρία και σκάνδαλο για τους αντεπαναστάτες, τους φιλελεύθερους αλλά και τους αριστερούς δημοκράτες. Όταν πρωτακούστηκε, όμως, από το στόμα του σοβιετικού Reissner, τα θυελλώδη χρόνια αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν τέλεια εναρμονισμένη με το απελευθερωτικό κάλεσμα της πρώτης νικηφόρας «εφόδου στον ουρανό». Προανάγγελλε, μέσα στην προοπτική της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης, τον μαρασμό του νόμου, του δικαίου και του κράτους, μαζί με εκείνη των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων, στη μετάβαση στη πανανθρώπινη αταξική κοινωνία του κομμουνισμού. Η θέση του Ράϊσνερ ομοφωνούσε με την περίφημη εκείνη κριτική του Νόμου και της νομικής σκέψης που θα επεξεργαστεί ο Yevgenyi Pashukanis στη νεαρή σοβιετική Ρωσία, πριν μπει στον κατάλογο των «προδοτών» κι εξοντωθεί από τον διάδοχό του στη θέση του επικεφαλής των σοβιετικών νομικών Vishinsky, παλιού μενσεβίκου, Μεγάλου Ιεροεξεταστή του σταλινισμού και εισαγγελέα στις διαβόητες Δίκες της Μόσχας.
Το Δίκαιο είναι το όπιο του λαού. Παραφράζοντας τον Μαρξ του 1844, κι ακολουθώντας τον στο δρόμο που ανοίγει στο Κεφάλαιο το 1867, για να λύσει το αίνιγμα της εμπορευματικής μορφής ως «κοινωνικού ιερογλυφικού», ο Ράϊσνερ αναζητά κι αυτός, για να διερευνήσει το αίνιγμα του νόμου, μιαν αναλογία «στις ομιχλώδες περιοχές του θρησκευτικού κόσμου»2, στο σύμπαν των φετίχ, εκεί που αλληλοσυνδέονται εμπόρευμα και νόμος.
Κάθε αναλογία έχει και τα όριά της. Αν ο νόμος έχει φετιχιστική λειτουργία και ασκεί ναρκωτική επίδραση ανάλογη με την θρησκεία, αυτό δεν σημαίνει ότι ο νόμος και το Δίκαιο έχουν και τα άλλα γνωρίσματα που βρίσκει η μαρξική ρήση για τη θρησκεία πριν καταλήξει ότι είναι το «όπιο του λαού». Σίγουρα ο νόμος δεν είναι «η καρδιά σε ένα κόσμο χωρίς καρδιά» κι ούτε το Δίκαιο είναι «το πνεύμα σε μιαν εποχή χωρίς πνεύμα»3. Αντίθετα, ο Νόμος περιχαρακώνει και περιφρουρεί το κενό που έχει στη θέση της καρδιάς ο κόσμος της εκμετάλλευσης ενώ το Δίκαιο αιωρείται σαν το εκδικητικό πνεύμα που καθιερώνει το διαρκές κοινωνικό έγκλημα της απομύζησης της υπερεργασίας των άμεσων παραγωγών. Με την επικράτηση του καπιταλισμού γίνεται το μη πνεύμα σε μιαν εποχή όπου «κάθε άγιο βεβηλώνεται»4, καθαγιάζοντας τη βεβήλωση όλων των ανθρώπινων σχέσεων στο βωμό της συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Τηρουμένων, πάντως, των αναλογιών, το Δίκαιο είναι το όπιο του λαού. Αν τέτοιες αντιλήψεις για το νόμο και το Δίκαιο φαίνονται βέβηλες σήμερα είναι πρώτα-πρώτα γιατί ενταφιάστηκαν στα ερείπια της Σοβιετικής Ένωσης και του υπαρκτού σταλινισμού. Εκεί, όμως, είχαν ταφή ζωντανές ήδη δεκαετίες πριν, μαζί με τον Πασουκάνις και την ορμή της πρώτης επαναστατικής περιόδου.
Μετά το 1991, οι αναφορές σε Δίκαιο και Νόμο που σβήνουν μαζί με το Κράτος ακούγονται σαν αναχρονιστικές παραφωνίες ενώ φαίνεται να επανέρχεται στον χαοτικό μεταψυχροπολεμικό κόσμο ένα «Φυσικό Δίκαιο χωρίς Φύση», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Ernst Bloch.5 Σ’ αυτό καταφεύγουν αναζητώντας νομιμοποίηση οι πιο διαφορετικές, αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες δυνάμεις, η κάθε μια με τον δικό της τρόπο. Πέρα από την (εν πολλοίς φαιδρή) αντιπαράθεση μιας «χομπσιανής» Αμερικής και μας «καντιανής» Ευρώπης6, ιδεολογία όλων των ιμπεριαλιστικών πολέμων που σε μια αδιάκοπη σειρά διαδέχτηκαν τον Ψυχρό Πόλεμο, από την Γιουγκοσλαβία ως το Αφγανιστάν και το Ιράκ, αποτελεί η τελετουργική επίκληση των «οικουμενικών δικαιωμάτων του ανθρώπου». Γίνεται βάναυση χρήση ενός «Φυσικού Δικαίου» στο οποίο έχει καταστεί κενή αφαίρεση, μαζί με την όποια οντολογική θεμελίωση στη Φύση, το ίδιο το ιστορικό περιεχόμενο του φυσικού δικαίου σε όλες τις εκδοχές του συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του Hobbes.